- τιμήματι
- τίμημαhonouringneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρεξάγω — ΜΑ [εξάγω] 1. άγω, οδηγώ κοντά σε κάτι ή μακριά από κάτι 2. παροδηγώ, παραπλανώ, αποπλανώ («πολλῇσίν μ ἄτῃσι παρέκ νόον ἤγαγεν Ἕκτωρ», Ομ. Ιλ.) 3. εξάγω, εξέλκω («τὰ βέλη παρεξάγουσιν», Θεοφύλ.) 4. υπερέχω, εξέχω, υπερτερώ («τοῡ Λευὶ τῷ τῆς… … Dictionary of Greek
τιμήματ' — τιμήματα , τίμημα honouring neut nom/voc/acc pl τιμήματι , τίμημα honouring neut dat sg τιμήματε , τίμημα honouring neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)